ανάβρασμα

ανάβρασμα
το [αναβράζω]
1. βρασμός, βράση
2. ερεθισμός, έξαψη
3. ο παφλασμός που προέρχεται από την πτώση αντικειμένου σε υγρή επιφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναβράζω — (Α ἀναβράζω) βράζω, κοχλάζω νεοελλ. 1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση 2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω 3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βράζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα] …   Dictionary of Greek

  • πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”